Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολύαγρος
πολύαθλος
πολύαιγος
πολύαινος
πολυᾶϊξ
πολυανδρέω
πολύανδρος
πολυανθής
πολυανθρωπία
πολυάνθρωπος
πολυάνωρ
πολυάργυρος
πολυάρατος
πολυαρκής
πολυάρματος
πολυαρμόνιος
πολύαρνος
πολυαρχία
πολυαστράγαλος
πολύαστρος
πολυαῦλαξ
View word page
πολυάνωρ
πολυάνωρ πολυ-ά_νωρ, ορος, ὁ, ἡ, with many men, much-frequented, Eur., Ar. γυνὴ π. wife of many husbands, Aesch.

ShortDef

with many men, much-frequented

Debugging

Headword:
πολυάνωρ
Headword (normalized):
πολυάνωρ
Headword (normalized/stripped):
πολυανωρ
IDX:
26674
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26706
Key:
polua/nwr

Data

{'content': 'πολυάνωρ\n πολυ-ά_νωρ, ορος, ὁ, ἡ,\n with many men, much-frequented, Eur., Ar.\n γυνὴ π. wife of many husbands, Aesch.', 'key': 'polua/nwr'}