Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πόλος
πολύαγρος
πολύαθλος
πολύαιγος
πολύαινος
πολυᾶϊξ
πολυανδρέω
πολύανδρος
πολυανθής
πολυανθρωπία
πολυάνθρωπος
πολυάνωρ
πολυάργυρος
πολυάρατος
πολυαρκής
πολυάρματος
πολυαρμόνιος
πολύαρνος
πολυαρχία
πολυαστράγαλος
πολύαστρος
View word page
πολυάνθρωπος
πολυάνθρωπος πολυ-άνθρωπος, ον, full of people, populous, Thuc., etc. much-frequented, crowded, Luc. numerous, Polyb.
ShortDef
full of people, populous
Debugging
Headword:
πολυάνθρωπος
Headword (normalized):
πολυάνθρωπος
Headword (normalized/stripped):
πολυανθρωπος
IDX:
26673
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26705
Key:
polua/nqrwpos
Data
{'content': 'πολυάνθρωπος\n πολυ-άνθρωπος, ον,\n full of people, populous, Thuc., etc.\n much-frequented, crowded, Luc.\n numerous, Polyb.', 'key': 'polua/nqrwpos'}