Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολλοστός
πόλος
πολύαγρος
πολύαθλος
πολύαιγος
πολύαινος
πολυᾶϊξ
πολυανδρέω
πολύανδρος
πολυανθής
πολυανθρωπία
πολυάνθρωπος
πολυάνωρ
πολυάργυρος
πολυάρατος
πολυαρκής
πολυάρματος
πολυαρμόνιος
πολύαρνος
πολυαρχία
πολυαστράγαλος
View word page
πολυανθρωπία
πολυανθρωπία πολυανθρωπία, ἡ, a large population, multitude of people, Xen. from πολυάνθρωπος

ShortDef

a large population, multitude of people

Debugging

Headword:
πολυανθρωπία
Headword (normalized):
πολυανθρωπία
Headword (normalized/stripped):
πολυανθρωπια
IDX:
26672
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26704
Key:
poluanqrwpi/a

Data

{'content': 'πολυανθρωπία\n πολυανθρωπία, ἡ,\n a large population, multitude of people, Xen.\n from πολυάνθρωπος', 'key': 'poluanqrwpi/a'}