Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πολλοστημόριος
πολλοστός
πόλος
πολύαγρος
πολύαθλος
πολύαιγος
πολύαινος
πολυᾶϊξ
πολυανδρέω
πολύανδρος
πολυανθής
πολυανθρωπία
πολυάνθρωπος
πολυάνωρ
πολυάργυρος
πολυάρατος
πολυαρκής
πολυάρματος
πολυαρμόνιος
πολύαρνος
πολυαρχία
View word page
πολυανθής
πολυανθής πολυ-ανθής, ές much-blossoming, blooming, Od.
ShortDef
much-blossoming, blooming
Debugging
Headword:
πολυανθής
Headword (normalized):
πολυανθής
Headword (normalized/stripped):
πολυανθης
IDX:
26671
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26703
Key:
poluanqh/s
Data
{'content': 'πολυανθής\n πολυ-ανθής, ές\n much-blossoming, blooming, Od.', 'key': 'poluanqh/s'}