Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολλαχῶς
πολλοδεκάκις
πολλοστημόριος
πολλοστός
πόλος
πολύαγρος
πολύαθλος
πολύαιγος
πολύαινος
πολυᾶϊξ
πολυανδρέω
πολύανδρος
πολυανθής
πολυανθρωπία
πολυάνθρωπος
πολυάνωρ
πολυάργυρος
πολυάρατος
πολυαρκής
πολυάρματος
πολυαρμόνιος
View word page
πολυανδρέω
πολυανδρέω πολυανδρέω, to be full of men, to be populous, Thuc.

ShortDef

to be full of men, to be populous

Debugging

Headword:
πολυανδρέω
Headword (normalized):
πολυανδρέω
Headword (normalized/stripped):
πολυανδρεω
IDX:
26669
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26701
Key:
poluandre/w

Data

{'content': 'πολυανδρέω\n πολυανδρέω,\n to be full of men, to be populous, Thuc.', 'key': 'poluandre/w'}