Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολλαχόθι
πολλαχόσε
πολλαχοῦ
πολλαχῶς
πολλοδεκάκις
πολλοστημόριος
πολλοστός
πόλος
πολύαγρος
πολύαθλος
πολύαιγος
πολύαινος
πολυᾶϊξ
πολυανδρέω
πολύανδρος
πολυανθής
πολυανθρωπία
πολυάνθρωπος
πολυάνωρ
πολυάργυρος
πολυάρατος
View word page
πολύαιγος
πολύαιγος πολύ-αιγος, ον, αἴξ abounding in goats, Anth.

ShortDef

abounding in goats

Debugging

Headword:
πολύαιγος
Headword (normalized):
πολύαιγος
Headword (normalized/stripped):
πολυαιγος
IDX:
26666
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26698
Key:
polu/aigos

Data

{'content': 'πολύαιγος\n πολύ-αιγος, ον,\n αἴξ\n abounding in goats, Anth.', 'key': 'polu/aigos'}