Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολλαχόθεν
πολλαχόθι
πολλαχόσε
πολλαχοῦ
πολλαχῶς
πολλοδεκάκις
πολλοστημόριος
πολλοστός
πόλος
πολύαγρος
πολύαθλος
πολύαιγος
πολύαινος
πολυᾶϊξ
πολυανδρέω
πολύανδρος
πολυανθής
πολυανθρωπία
πολυάνθρωπος
πολυάνωρ
πολυάργυρος
View word page
πολύαθλος
πολύαθλος πολύ-αθλος, ον, conquering in many contests, Luc.

ShortDef

conquering in many contests

Debugging

Headword:
πολύαθλος
Headword (normalized):
πολύαθλος
Headword (normalized/stripped):
πολυαθλος
IDX:
26665
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26697
Key:
polu/aqlos

Data

{'content': 'πολύαθλος\n πολύ-αθλος, ον,\n conquering in many contests, Luc.', 'key': 'polu/aqlos'}