Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολλαπλήσιος
πολλαπλόος
πολλαχῇ
πολλαχόθεν
πολλαχόθι
πολλαχόσε
πολλαχοῦ
πολλαχῶς
πολλοδεκάκις
πολλοστημόριος
πολλοστός
πόλος
πολύαγρος
πολύαθλος
πολύαιγος
πολύαινος
πολυᾶϊξ
πολυανδρέω
πολύανδρος
πολυανθής
πολυανθρωπία
View word page
πολλοστός
πολλοστός πολλοστός, ή, όν πολλός, πολύς one of many, Lat. unus e multis, i.e. the smallest, least, Thuc., etc.:— adv., δευτέρως καὶ πολλοστῶς in a very small degree, Arist. of Time, πολλοστῷ χρόνῳ after a very long time, Ar., Dem.

ShortDef

one of many

Debugging

Headword:
πολλοστός
Headword (normalized):
πολλοστός
Headword (normalized/stripped):
πολλοστος
IDX:
26662
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26694
Key:
pollosto/s

Data

{'content': 'πολλοστός\n πολλοστός, ή, όν\n πολλός, πολύς\n one of many, Lat. unus e multis, i.e. the smallest, least, Thuc., etc.:— adv., δευτέρως καὶ πολλοστῶς in a very small degree, Arist.\n of Time, πολλοστῷ χρόνῳ after a very long time, Ar., Dem.', 'key': 'pollosto/s'}