Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολισσοῦχος
πολιτάρχης
πολιτεία
πολίτευμα
πολιτεύω
πολίτης
πολιτικός
πολῖτις
πολιτοφύλαξ
πολίχνη
πολιώδης
πολλάκις
πολλαπλάσιος
πολλαπλασιόω
πολλαπλασίωσις
πολλαπλήσιος
πολλαπλόος
πολλαχῇ
πολλαχόθεν
πολλαχόθι
πολλαχόσε
View word page
πολιώδης
πολιώδης πολι-ώδης, ες πολιός, εἶδος grayish, whitish, Luc.

ShortDef

grayish, whitish

Debugging

Headword:
πολιώδης
Headword (normalized):
πολιώδης
Headword (normalized/stripped):
πολιωδης
IDX:
26647
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26679
Key:
poliw/dhs

Data

{'content': 'πολιώδης\n πολι-ώδης, ες\n πολιός, εἶδος\n grayish, whitish, Luc.', 'key': 'poliw/dhs'}