Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολισσονόμος
πολισσόος
πολισσοῦχος
πολιτάρχης
πολιτεία
πολίτευμα
πολιτεύω
πολίτης
πολιτικός
πολῖτις
πολιτοφύλαξ
πολίχνη
πολιώδης
πολλάκις
πολλαπλάσιος
πολλαπλασιόω
πολλαπλασίωσις
πολλαπλήσιος
πολλαπλόος
πολλαχῇ
πολλαχόθεν
View word page
πολιτοφύλαξ
πολιτοφύλαξ πολῑτο-φύλαξ (ῠ), ακος, one who watches citizens; οἱ π., in Larissa, the chief magistrates, Arist.

ShortDef

one who watches citizens

Debugging

Headword:
πολιτοφύλαξ
Headword (normalized):
πολιτοφύλαξ
Headword (normalized/stripped):
πολιτοφυλαξ
IDX:
26645
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26677
Key:
politofu/lac

Data

{'content': 'πολιτοφύλαξ\n πολῑτο-φύλαξ (ῠ), ακος,\n one who watches citizens; οἱ π., in Larissa, the chief magistrates, Arist.', 'key': 'politofu/lac'}