Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πόλις
πολισσονόμος
πολισσόος
πολισσοῦχος
πολιτάρχης
πολιτεία
πολίτευμα
πολιτεύω
πολίτης
πολιτικός
πολῖτις
πολιτοφύλαξ
πολίχνη
πολιώδης
πολλάκις
πολλαπλάσιος
πολλαπλασιόω
πολλαπλασίωσις
πολλαπλήσιος
πολλαπλόος
πολλαχῇ
View word page
πολῖτις
πολῖτις πολῖτις, ιδος, fem. of πολίτης, Soph., Eur., etc.
ShortDef
female member of the polis
Debugging
Headword:
πολῖτις
Headword (normalized):
πολῖτις
Headword (normalized/stripped):
πολιτις
IDX:
26644
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26676
Key:
poli=tis
Data
{'content': 'πολῖτις\n πολῖτις, ιδος,\n fem. of πολίτης, Soph., Eur., etc.', 'key': 'poli=tis'}