Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολιόχρως
πόλισμα
πόλις
πολισσονόμος
πολισσόος
πολισσοῦχος
πολιτάρχης
πολιτεία
πολίτευμα
πολιτεύω
πολίτης
πολιτικός
πολῖτις
πολιτοφύλαξ
πολίχνη
πολιώδης
πολλάκις
πολλαπλάσιος
πολλαπλασιόω
πολλαπλασίωσις
πολλαπλήσιος
View word page
πολίτης
πολίτης πολί_της, ου, ὁ, cf. also πολιήτης a member of a city or state (πόλις) , a citizen, freeman, Lat. civis, Hom., etc. like Lat. civis, a fellow-citizen, Hdt., Aesch., etc. θεοὶ πολῖται πολιοῦχοι, Aesch.

ShortDef

(fellow) citizen
Polites

Debugging

Headword:
πολίτης
Headword (normalized):
πολίτης
Headword (normalized/stripped):
πολιτης
IDX:
26642
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26674
Key:
poli/ths

Data

{'content': 'πολίτης\n πολί_της, ου, ὁ,\n cf. also πολιήτης\n a member of a city or state (πόλις) , a citizen, freeman, Lat. civis, Hom., etc.\n like Lat. civis, a fellow-citizen, Hdt., Aesch., etc.\n θεοὶ πολῖται πολιοῦχοι, Aesch.', 'key': 'poli/ths'}