πολίτευμα
πολίτευμα
πολίτευμα, ατος, τό,
πολῑτεύω
the business of government, an act of administration, Dem.; ἔν τε τοῖς κατὰ τὴν πόλιν πολιτεύμασι καὶ ἐν τοῖς Ἑλληνικοῖς both in my home and foreign policy, Dem.
the government, Arist.
= πολιτεία III, Arist.