Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολιός
πολιοῦχος
πολιόχρως
πόλισμα
πόλις
πολισσονόμος
πολισσόος
πολισσοῦχος
πολιτάρχης
πολιτεία
πολίτευμα
πολιτεύω
πολίτης
πολιτικός
πολῖτις
πολιτοφύλαξ
πολίχνη
πολιώδης
πολλάκις
πολλαπλάσιος
πολλαπλασιόω
View word page
πολίτευμα
πολίτευμα πολίτευμα, ατος, τό, πολῑτεύω the business of government, an act of administration, Dem.; ἔν τε τοῖς κατὰ τὴν πόλιν πολιτεύμασι καὶ ἐν τοῖς Ἑλληνικοῖς both in my home and foreign policy, Dem. the government, Arist. = πολιτεία III, Arist.

ShortDef

the business of government, an act of administration

Debugging

Headword:
πολίτευμα
Headword (normalized):
πολίτευμα
Headword (normalized/stripped):
πολιτευμα
IDX:
26640
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26672
Key:
poli/teuma

Data

{'content': 'πολίτευμα\n πολίτευμα, ατος, τό,\n πολῑτεύω\n the business of government, an act of administration, Dem.; ἔν τε τοῖς κατὰ τὴν πόλιν πολιτεύμασι καὶ ἐν τοῖς Ἑλληνικοῖς both in my home and foreign policy, Dem.\n the government, Arist.\n = πολιτεία III, Arist.', 'key': 'poli/teuma'}