Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πολιορκητικός
πολιορκία
πολιός
πολιοῦχος
πολιόχρως
πόλισμα
πόλις
πολισσονόμος
πολισσόος
πολισσοῦχος
πολιτάρχης
πολιτεία
πολίτευμα
πολιτεύω
πολίτης
πολιτικός
πολῖτις
πολιτοφύλαξ
πολίχνη
πολιώδης
πολλάκις
View word page
πολιτάρχης
πολιτάρχης πολιτ-άρχης, ου, ὁ, a civic magistrate, at Thessalonica, NTest.
ShortDef
a civic magistrate
Debugging
Headword:
πολιτάρχης
Headword (normalized):
πολιτάρχης
Headword (normalized/stripped):
πολιταρχης
IDX:
26638
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26670
Key:
polita/rxhs
Data
{'content': 'πολιτάρχης\n πολιτ-άρχης, ου, ὁ,\n a civic magistrate, at Thessalonica, NTest.', 'key': 'polita/rxhs'}