Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολιορκητής
πολιορκητικός
πολιορκία
πολιός
πολιοῦχος
πολιόχρως
πόλισμα
πόλις
πολισσονόμος
πολισσόος
πολισσοῦχος
πολιτάρχης
πολιτεία
πολίτευμα
πολιτεύω
πολίτης
πολιτικός
πολῖτις
πολιτοφύλαξ
πολίχνη
πολιώδης
View word page
πολισσοῦχος
πολισσοῦχος πολισ-σοῦχος, ον, poetic for πολιοῦχος, Aesch. dwelling in the city, Aesch.

ShortDef

dwelling in the city

Debugging

Headword:
πολισσοῦχος
Headword (normalized):
πολισσοῦχος
Headword (normalized/stripped):
πολισσουχος
IDX:
26637
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26669
Key:
polissou=xos

Data

{'content': 'πολισσοῦχος\n πολισ-σοῦχος, ον,\n poetic for πολιοῦχος, Aesch.\n dwelling in the city, Aesch.', 'key': 'polissou=xos'}