Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολιορκητέος
πολιορκητής
πολιορκητικός
πολιορκία
πολιός
πολιοῦχος
πολιόχρως
πόλισμα
πόλις
πολισσονόμος
πολισσόος
πολισσοῦχος
πολιτάρχης
πολιτεία
πολίτευμα
πολιτεύω
πολίτης
πολιτικός
πολῖτις
πολιτοφύλαξ
πολίχνη
View word page
πολισσόος
πολισσόος πολισ-σόος, ον, σῴζω guarding cities, Hhymn.

ShortDef

guarding cities

Debugging

Headword:
πολισσόος
Headword (normalized):
πολισσόος
Headword (normalized/stripped):
πολισσοος
IDX:
26636
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26668
Key:
polisso/os

Data

{'content': 'πολισσόος\n πολισ-σόος, ον,\n σῴζω\n guarding cities, Hhymn.', 'key': 'polisso/os'}