Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πολιορκέω
πολιορκητέος
πολιορκητής
πολιορκητικός
πολιορκία
πολιός
πολιοῦχος
πολιόχρως
πόλισμα
πόλις
πολισσονόμος
πολισσόος
πολισσοῦχος
πολιτάρχης
πολιτεία
πολίτευμα
πολιτεύω
πολίτης
πολιτικός
πολῖτις
πολιτοφύλαξ
View word page
πολισσονόμος
πολισσονόμος πολισσο-νόμος, ον, πόλις, νέμω managing or ruling a city, Aesch.; π. βιοτά a life of social order, Aesch.
ShortDef
managing
Debugging
Headword:
πολισσονόμος
Headword (normalized):
πολισσονόμος
Headword (normalized/stripped):
πολισσονομος
IDX:
26635
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26667
Key:
polissono/mos
Data
{'content': 'πολισσονόμος\n πολισσο-νόμος, ον,\n πόλις, νέμω\n managing or ruling a city, Aesch.; π. βιοτά a life of social order, Aesch.', 'key': 'polissono/mos'}