Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πόλινδε
πολιόθριξ
πολιοκρόταφος
πολιορκέω
πολιορκητέος
πολιορκητής
πολιορκητικός
πολιορκία
πολιός
πολιοῦχος
πολιόχρως
πόλισμα
πόλις
πολισσονόμος
πολισσόος
πολισσοῦχος
πολιτάρχης
πολιτεία
πολίτευμα
πολιτεύω
πολίτης
View word page
πολιόχρως
πολιόχρως πολιό-χρως, ωτος, ὁ, ἡ, white-coloured, white, Eur.
ShortDef
white-coloured, white
Debugging
Headword:
πολιόχρως
Headword (normalized):
πολιόχρως
Headword (normalized/stripped):
πολιοχρως
IDX:
26632
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26664
Key:
polio/xrws
Data
{'content': 'πολιόχρως\n πολιό-χρως, ωτος, ὁ, ἡ,\n white-coloured, white, Eur.', 'key': 'polio/xrws'}