Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολιήτης
πόλινδε
πολιόθριξ
πολιοκρόταφος
πολιορκέω
πολιορκητέος
πολιορκητής
πολιορκητικός
πολιορκία
πολιός
πολιοῦχος
πολιόχρως
πόλισμα
πόλις
πολισσονόμος
πολισσόος
πολισσοῦχος
πολιτάρχης
πολιτεία
πολίτευμα
πολιτεύω
View word page
πολιοῦχος
πολιοῦχος πολι-οῦχος, ον, ἔχω protecting a city, Eur.:—mostly like Πολιεύς, Πολιάς, of the guardian deity of a city, Hdt., Aesch.

ShortDef

protecting a city
greyhaired

Debugging

Headword:
πολιοῦχος
Headword (normalized):
πολιοῦχος
Headword (normalized/stripped):
πολιουχος
IDX:
26631
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26663
Key:
poliou=xos1

Data

{'content': 'πολιοῦχος\n πολι-οῦχος, ον,\n ἔχω\n protecting a city, Eur.:—mostly like Πολιεύς, Πολιάς, of the guardian deity of a city, Hdt., Aesch.', 'key': 'poliou=xos1'}