Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πολίζω
πολιήοχος
πολιήτης
πόλινδε
πολιόθριξ
πολιοκρόταφος
πολιορκέω
πολιορκητέος
πολιορκητής
πολιορκητικός
πολιορκία
πολιός
πολιοῦχος
πολιόχρως
πόλισμα
πόλις
πολισσονόμος
πολισσόος
πολισσοῦχος
πολιτάρχης
πολιτεία
View word page
πολιορκία
πολιορκία πολιορκία, ἡ, a besieging, siege, Hdt., Thuc., etc. metaph. a besieging, pestering, Plut.
ShortDef
a besieging, siege
Debugging
Headword:
πολιορκία
Headword (normalized):
πολιορκία
Headword (normalized/stripped):
πολιορκια
IDX:
26629
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26661
Key:
poliorki/a
Data
{'content': 'πολιορκία\n πολιορκία, ἡ,\n a besieging, siege, Hdt., Thuc., etc.\n metaph. a besieging, pestering, Plut.', 'key': 'poliorki/a'}