Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Πολιάς
πολίζω
πολιήοχος
πολιήτης
πόλινδε
πολιόθριξ
πολιοκρόταφος
πολιορκέω
πολιορκητέος
πολιορκητής
πολιορκητικός
πολιορκία
πολιός
πολιοῦχος
πολιόχρως
πόλισμα
πόλις
πολισσονόμος
πολισσόος
πολισσοῦχος
πολιτάρχης
View word page
πολιορκητικός
πολιορκητικός πολιορκητικός, ή, όν of or for besieging, Polyb.

ShortDef

of or for besieging

Debugging

Headword:
πολιορκητικός
Headword (normalized):
πολιορκητικός
Headword (normalized/stripped):
πολιορκητικος
IDX:
26628
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26660
Key:
poliorkhtiko/s

Data

{'content': 'πολιορκητικός\n πολιορκητικός, ή, όν\n of or for besieging, Polyb.', 'key': 'poliorkhtiko/s'}