Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνδρόφθορος
ἀνδροφθόρος
ἀνδροφονία
ἀνδροφόνος
ἀνδρόω
ἀνδρώδης
ἀνδρών
ἀνέβραχε
ἀνέγγυος
ἀνεγείρω
ἀνεγέρμων
ἀνέγκλητος
ἀνέδην
ἀνεθέλητος
ἀνειλείθυια
ἀνειλέω
ἀνειμένος
ἄνειμι
ἀνείμων
ἀνειπεῖν
ἀνείργω
View word page
ἀνεγέρμων
ἀνεγέρμων ἀνεγείρω wakeful, Anth.
ShortDef
wakeful
Debugging
Headword:
ἀνεγέρμων
Headword (normalized):
ἀνεγέρμων
Headword (normalized/stripped):
ανεγερμων
IDX:
2665
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2666
Key:
a)nege/rmwn
Data
{'content': 'ἀνεγέρμων\n ἀνεγείρω\n wakeful, Anth.', 'key': 'a)nege/rmwn'}