Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πολίαρχος
Πολιάς
πολίζω
πολιήοχος
πολιήτης
πόλινδε
πολιόθριξ
πολιοκρόταφος
πολιορκέω
πολιορκητέος
πολιορκητής
πολιορκητικός
πολιορκία
πολιός
πολιοῦχος
πολιόχρως
πόλισμα
πόλις
πολισσονόμος
πολισσόος
πολισσοῦχος
View word page
πολιορκητής
πολιορκητής πολιορκητής, οῦ, ὁ, taker of cities, name of Demetrius son of Antigonus, Plut.
ShortDef
taker of cities
Debugging
Headword:
πολιορκητής
Headword (normalized):
πολιορκητής
Headword (normalized/stripped):
πολιορκητης
IDX:
26627
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26659
Key:
poliorkhth/s
Data
{'content': 'πολιορκητής\n πολιορκητής, οῦ, ὁ,\n taker of cities, name of Demetrius son of Antigonus, Plut.', 'key': 'poliorkhth/s'}