Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πολιά
πολίαρχος
Πολιάς
πολίζω
πολιήοχος
πολιήτης
πόλινδε
πολιόθριξ
πολιοκρόταφος
πολιορκέω
πολιορκητέος
πολιορκητής
πολιορκητικός
πολιορκία
πολιός
πολιοῦχος
πολιόχρως
πόλισμα
πόλις
πολισσονόμος
πολισσόος
View word page
πολιορκητέος
πολιορκητέος πολιορκητέος, η, ον, verb. adj. to be besieged, Xen.
ShortDef
to be besieged
Debugging
Headword:
πολιορκητέος
Headword (normalized):
πολιορκητέος
Headword (normalized/stripped):
πολιορκητεος
IDX:
26626
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26658
Key:
poliorkhte/os
Data
{'content': 'πολιορκητέος\n πολιορκητέος, η, ον,\n verb. adj.\n to be besieged, Xen.', 'key': 'poliorkhte/os'}