Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολιαίνομαι
πολιάοχος
πολιά
πολίαρχος
Πολιάς
πολίζω
πολιήοχος
πολιήτης
πόλινδε
πολιόθριξ
πολιοκρόταφος
πολιορκέω
πολιορκητέος
πολιορκητής
πολιορκητικός
πολιορκία
πολιός
πολιοῦχος
πολιόχρως
πόλισμα
πόλις
View word page
πολιοκρόταφος
πολιοκρόταφος πολιο-κρότᾰφος, ον, with gray hair on the temples, i.e. just beginning to be gray, Il., Hes.

ShortDef

with gray hair on the temples

Debugging

Headword:
πολιοκρόταφος
Headword (normalized):
πολιοκρόταφος
Headword (normalized/stripped):
πολιοκροταφος
IDX:
26624
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26656
Key:
poliokro/tafos

Data

{'content': 'πολιοκρόταφος\n πολιο-κρότᾰφος, ον,\n with gray hair on the temples, i.e. just beginning to be gray, Il., Hes.', 'key': 'poliokro/tafos'}