Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολέω
πολιαίνομαι
πολιάοχος
πολιά
πολίαρχος
Πολιάς
πολίζω
πολιήοχος
πολιήτης
πόλινδε
πολιόθριξ
πολιοκρόταφος
πολιορκέω
πολιορκητέος
πολιορκητής
πολιορκητικός
πολιορκία
πολιός
πολιοῦχος
πολιόχρως
πόλισμα
View word page
πολιόθριξ
πολιόθριξ πολιό-θριξ, τρῐχος, ὁ, ἡ, grayhaired, Strab.

ShortDef

greyhaired

Debugging

Headword:
πολιόθριξ
Headword (normalized):
πολιόθριξ
Headword (normalized/stripped):
πολιοθριξ
IDX:
26623
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26655
Key:
polio/qric

Data

{'content': 'πολιόθριξ\n πολιό-θριξ, τρῐχος, ὁ, ἡ,\n grayhaired, Strab.', 'key': 'polio/qric'}