Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολεμόω
πολεύω
πολέω
πολιαίνομαι
πολιάοχος
πολιά
πολίαρχος
Πολιάς
πολίζω
πολιήοχος
πολιήτης
πόλινδε
πολιόθριξ
πολιοκρόταφος
πολιορκέω
πολιορκητέος
πολιορκητής
πολιορκητικός
πολιορκία
πολιός
πολιοῦχος
View word page
πολιήτης
πολιήτης πολιήτης, ου, ὁ, Ionic for πολίτης a citizen, Il., Hdt., Aesch.; a fellow-citizen, countryman, Hdt. as adj., ψάμαθοι πολιήτιδος ἀκτᾶς sands on my countryʼs shore, Eur.

ShortDef

a citizen

Debugging

Headword:
πολιήτης
Headword (normalized):
πολιήτης
Headword (normalized/stripped):
πολιητης
IDX:
26621
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26653
Key:
polih/ths

Data

{'content': 'πολιήτης\n πολιήτης, ου, ὁ,\n Ionic for πολίτης\n a citizen, Il., Hdt., Aesch.; a fellow-citizen, countryman, Hdt.\n as adj., ψάμαθοι πολιήτιδος ἀκτᾶς sands on my countryʼs shore, Eur.', 'key': 'polih/ths'}