Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολεμοφθόρος
πολεμόω
πολεύω
πολέω
πολιαίνομαι
πολιάοχος
πολιά
πολίαρχος
Πολιάς
πολίζω
πολιήοχος
πολιήτης
πόλινδε
πολιόθριξ
πολιοκρόταφος
πολιορκέω
πολιορκητέος
πολιορκητής
πολιορκητικός
πολιορκία
πολιός
View word page
πολιήοχος
πολιήοχος Epic for πολιοῦχος.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
πολιήοχος
Headword (normalized):
πολιήοχος
Headword (normalized/stripped):
πολιηοχος
IDX:
26620
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26652
Key:
polih/oxos

Data

{'content': 'πολιήοχος\n Epic for πολιοῦχος.', 'key': 'polih/oxos'}