Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πόλεμος
πολεμοφθόρος
πολεμόω
πολεύω
πολέω
πολιαίνομαι
πολιάοχος
πολιά
πολίαρχος
Πολιάς
πολίζω
πολιήοχος
πολιήτης
πόλινδε
πολιόθριξ
πολιοκρόταφος
πολιορκέω
πολιορκητέος
πολιορκητής
πολιορκητικός
πολιορκία
View word page
πολίζω
πολίζω πόλις to build a city, to build, Il.:—Pass., Ἴλιος πεπόλιστο (Epic 3rd sg. plup.) Il.; so Hdt. χωρίον πολίζειν to colonise a country by building a city, Xen.

ShortDef

to build a city, to build

Debugging

Headword:
πολίζω
Headword (normalized):
πολίζω
Headword (normalized/stripped):
πολιζω
IDX:
26619
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26651
Key:
poli/zw

Data

{'content': 'πολίζω\n πόλις\n to build a city, to build, Il.:—Pass., Ἴλιος πεπόλιστο (Epic 3rd sg. plup.) Il.; so Hdt.\n χωρίον πολίζειν to colonise a country by building a city, Xen.', 'key': 'poli/zw'}