Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πόλεμόνδε
πολεμοποιέω
πολεμοποιός
πόλεμος
πολεμοφθόρος
πολεμόω
πολεύω
πολέω
πολιαίνομαι
πολιάοχος
πολιά
πολίαρχος
Πολιάς
πολίζω
πολιήοχος
πολιήτης
πόλινδε
πολιόθριξ
πολιοκρόταφος
πολιορκέω
πολιορκητέος
View word page
πολιά
πολιά πολιά, ἡ, πολιός grayness of hair, Menand.
ShortDef
grayness of hair
Debugging
Headword:
πολιά
Headword (normalized):
πολιά
Headword (normalized/stripped):
πολια
IDX:
26616
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26648
Key:
polia/
Data
{'content': 'πολιά\n πολιά, ἡ,\n πολιός\n grayness of hair, Menand.', 'key': 'polia/'}