Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πολεμολαμαχαϊκός
πόλεμόνδε
πολεμοποιέω
πολεμοποιός
πόλεμος
πολεμοφθόρος
πολεμόω
πολεύω
πολέω
πολιαίνομαι
πολιάοχος
πολιά
πολίαρχος
Πολιάς
πολίζω
πολιήοχος
πολιήτης
πόλινδε
πολιόθριξ
πολιοκρόταφος
πολιορκέω
View word page
πολιάοχος
πολιάοχος πολιάοχος, ον, Doric for πολιήοχος.
ShortDef
No short def.
Debugging
Headword:
πολιάοχος
Headword (normalized):
πολιάοχος
Headword (normalized/stripped):
πολιαοχος
IDX:
26615
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26647
Key:
polia/oxos
Data
{'content': 'πολιάοχος\n πολιάοχος, ον,\n Doric for πολιήοχος.', 'key': 'polia/oxos'}