Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πολεμόκραντος
πολεμολαμαχαϊκός
πόλεμόνδε
πολεμοποιέω
πολεμοποιός
πόλεμος
πολεμοφθόρος
πολεμόω
πολεύω
πολέω
πολιαίνομαι
πολιάοχος
πολιά
πολίαρχος
Πολιάς
πολίζω
πολιήοχος
πολιήτης
πόλινδε
πολιόθριξ
πολιοκρόταφος
View word page
πολιαίνομαι
πολιαίνομαι πολιαίνομαι, πολιός Pass. to grow white, Aesch.
ShortDef
to grow white
Debugging
Headword:
πολιαίνομαι
Headword (normalized):
πολιαίνομαι
Headword (normalized/stripped):
πολιαινομαι
IDX:
26614
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26646
Key:
poliai/nomai
Data
{'content': 'πολιαίνομαι\n πολιαίνομαι,\n πολιός\n Pass. to grow white, Aesch.', 'key': 'poliai/nomai'}