Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολέμιος
πολεμιστήριος
πολεμιστής
πολεμόκλονος
πολεμόκραντος
πολεμολαμαχαϊκός
πόλεμόνδε
πολεμοποιέω
πολεμοποιός
πόλεμος
πολεμοφθόρος
πολεμόω
πολεύω
πολέω
πολιαίνομαι
πολιάοχος
πολιά
πολίαρχος
Πολιάς
πολίζω
πολιήοχος
View word page
πολεμοφθόρος
πολεμοφθόρος πολεμο-φθόρος, ον, φθείρω wasting by war, Aesch.

ShortDef

wasting by war

Debugging

Headword:
πολεμοφθόρος
Headword (normalized):
πολεμοφθόρος
Headword (normalized/stripped):
πολεμοφθορος
IDX:
26610
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26642
Key:
polemofqo/ros

Data

{'content': 'πολεμοφθόρος\n πολεμο-φθόρος, ον,\n φθείρω\n wasting by war, Aesch.', 'key': 'polemofqo/ros'}