Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πολεμίζω
πολεμικός
πολέμιος
πολεμιστήριος
πολεμιστής
πολεμόκλονος
πολεμόκραντος
πολεμολαμαχαϊκός
πόλεμόνδε
πολεμοποιέω
πολεμοποιός
πόλεμος
πολεμοφθόρος
πολεμόω
πολεύω
πολέω
πολιαίνομαι
πολιάοχος
πολιά
πολίαρχος
Πολιάς
View word page
πολεμοποιός
πολεμοποιός πολεμο-ποιός, όν ποίεω engaging in war, Arist.
ShortDef
engaging in war
Debugging
Headword:
πολεμοποιός
Headword (normalized):
πολεμοποιός
Headword (normalized/stripped):
πολεμοποιος
IDX:
26608
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26640
Key:
polemopoio/s
Data
{'content': 'πολεμοποιός\n πολεμο-ποιός, όν\n ποίεω\n engaging in war, Arist.', 'key': 'polemopoio/s'}