Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολεμητέος
πολεμίζω
πολεμικός
πολέμιος
πολεμιστήριος
πολεμιστής
πολεμόκλονος
πολεμόκραντος
πολεμολαμαχαϊκός
πόλεμόνδε
πολεμοποιέω
πολεμοποιός
πόλεμος
πολεμοφθόρος
πολεμόω
πολεύω
πολέω
πολιαίνομαι
πολιάοχος
πολιά
πολίαρχος
View word page
πολεμοποιέω
πολεμοποιέω πολεμοποιέω, fut. -ήσω to stir up war, Xen. from πολεμοποιός

ShortDef

to stir up war

Debugging

Headword:
πολεμοποιέω
Headword (normalized):
πολεμοποιέω
Headword (normalized/stripped):
πολεμοποιεω
IDX:
26607
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26639
Key:
polemopoie/w

Data

{'content': 'πολεμοποιέω\n πολεμοποιέω,\n fut. -ήσω\n to stir up war, Xen.\n from πολεμοποιός', 'key': 'polemopoie/w'}