Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πολεμήϊος
πολεμησείω
πολεμητέος
πολεμίζω
πολεμικός
πολέμιος
πολεμιστήριος
πολεμιστής
πολεμόκλονος
πολεμόκραντος
πολεμολαμαχαϊκός
πόλεμόνδε
πολεμοποιέω
πολεμοποιός
πόλεμος
πολεμοφθόρος
πολεμόω
πολεύω
πολέω
πολιαίνομαι
πολιάοχος
View word page
πολεμολαμαχαϊκός
πολεμολαμαχαϊκός πολεμο-λᾱμ-ᾰχᾱϊκός, ή, όν a compd. of πόλεμος, Λάμαχος, Ἀχαϊκός a very Lamachus in war, Ar.
ShortDef
a very Lamachus in war
Debugging
Headword:
πολεμολαμαχαϊκός
Headword (normalized):
πολεμολαμαχαϊκός
Headword (normalized/stripped):
πολεμολαμαχαικος
IDX:
26605
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26637
Key:
polemolamaxaiko/s
Data
{'content': 'πολεμολαμαχαϊκός\n πολεμο-λᾱμ-ᾰχᾱϊκός, ή, όν\n a compd. of πόλεμος, Λάμαχος, Ἀχαϊκός \n a very Lamachus in war, Ar.', 'key': 'polemolamaxaiko/s'}