Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πολέμαρχος
πολεμέω
πολεμηδόκος
πολεμήϊος
πολεμησείω
πολεμητέος
πολεμίζω
πολεμικός
πολέμιος
πολεμιστήριος
πολεμιστής
πολεμόκλονος
πολεμόκραντος
πολεμολαμαχαϊκός
πόλεμόνδε
πολεμοποιέω
πολεμοποιός
πόλεμος
πολεμοφθόρος
πολεμόω
πολεύω
View word page
πολεμιστής
πολεμιστής πολεμίζω a warrior, combatant, Il., Pind., etc. π. ἵππος a war-horse, charger, Theocr.

ShortDef

a warrior, combatant

Debugging

Headword:
πολεμιστής
Headword (normalized):
πολεμιστής
Headword (normalized/stripped):
πολεμιστης
IDX:
26602
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26634
Key:
polemisth/s

Data

{'content': 'πολεμιστής\n πολεμίζω\n a warrior, combatant, Il., Pind., etc.\n π. ἵππος a war-horse, charger, Theocr.', 'key': 'polemisth/s'}