Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πόκος
πολεμάρχειος
πολεμαρχέω
πολέμαρχος
πολεμέω
πολεμηδόκος
πολεμήϊος
πολεμησείω
πολεμητέος
πολεμίζω
πολεμικός
πολέμιος
πολεμιστήριος
πολεμιστής
πολεμόκλονος
πολεμόκραντος
πολεμολαμαχαϊκός
πόλεμόνδε
πολεμοποιέω
πολεμοποιός
πόλεμος
View word page
πολεμικός
πολεμικός πολεμικός, ή, όν πόλεμος of or for war, Thuc.; ἀσπὶς πολεμικωτάτη most fit for service, Xen. ἡ -κή (sc. τέχνη) , the art of war, war, Plat.: —τὰ πολεμικά warlike exercises, Thuc., Xen. τὸ πολεμικόν the signal for battle, Xen. the military class, opp. to the civilian, Arist. of persons, skilled in war, warlike, Thuc., etc. like an enemy, stirring up hostility, Xen.:—adv., πολεμικῶς ἔχειν to be hostile, Xen.

ShortDef

of or for war; skilled in war; hostile

Debugging

Headword:
πολεμικός
Headword (normalized):
πολεμικός
Headword (normalized/stripped):
πολεμικος
IDX:
26599
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26631
Key:
polemiko/s

Data

{'content': 'πολεμικός\n πολεμικός, ή, όν\n πόλεμος\n of or for war, Thuc.; ἀσπὶς πολεμικωτάτη most fit for service, Xen.\n ἡ -κή (sc. τέχνη) , the art of war, war, Plat.: —τὰ πολεμικά warlike exercises, Thuc., Xen.\n τὸ πολεμικόν the signal for battle, Xen.\n the military class, opp. to the civilian, Arist.\n of persons, skilled in war, warlike, Thuc., etc.\n like an enemy, stirring up hostility, Xen.:—adv., πολεμικῶς ἔχειν to be hostile, Xen.', 'key': 'polemiko/s'}