Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνδροτυχής
ἀνδροφαγέω
ἀνδροφάγος
ἀνδρόφθορος
ἀνδροφθόρος
ἀνδροφονία
ἀνδροφόνος
ἀνδρόω
ἀνδρώδης
ἀνδρών
ἀνέβραχε
ἀνέγγυος
ἀνεγείρω
ἀνεγέρμων
ἀνέγκλητος
ἀνέδην
ἀνεθέλητος
ἀνειλείθυια
ἀνειλέω
ἀνειμένος
ἄνειμι
View word page
ἀνέβραχε
ἀνέβραχε *βράχω no pres. in use clashed or rung loudly, of armour, Il.; creaked or grated loudly, of a door, Od.
ShortDef
clashed
Debugging
Headword:
ἀνέβραχε
Headword (normalized):
ἀνέβραχε
Headword (normalized/stripped):
ανεβραχε
IDX:
2662
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2663
Key:
a)ne/braxe
Data
{'content': 'ἀνέβραχε\n *βράχω\n no pres. in use\n clashed or rung loudly, of armour, Il.; creaked or grated loudly, of a door, Od.', 'key': 'a)ne/braxe'}