Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ποι
ποιπνύω
ποῖ
ποίφυγμα
ποιφύσσω
ποιώδης
ποκίζω
ποκόομαι
πόκος
πολεμάρχειος
πολεμαρχέω
πολέμαρχος
πολεμέω
πολεμηδόκος
πολεμήϊος
πολεμησείω
πολεμητέος
πολεμίζω
πολεμικός
πολέμιος
πολεμιστήριος
View word page
πολεμαρχέω
πολεμαρχέω πολεμαρχέω, to be Polemarch, Hdt., Xen. from πολέμαρχος
ShortDef
to be Polemarch
Debugging
Headword:
πολεμαρχέω
Headword (normalized):
πολεμαρχέω
Headword (normalized/stripped):
πολεμαρχεω
IDX:
26591
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26623
Key:
polemarxe/w
Data
{'content': 'πολεμαρχέω\n πολεμαρχέω,\n to be Polemarch, Hdt., Xen.\n from πολέμαρχος', 'key': 'polemarxe/w'}