Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ποιότης
ποι
ποιπνύω
ποῖ
ποίφυγμα
ποιφύσσω
ποιώδης
ποκίζω
ποκόομαι
πόκος
πολεμάρχειος
πολεμαρχέω
πολέμαρχος
πολεμέω
πολεμηδόκος
πολεμήϊος
πολεμησείω
πολεμητέος
πολεμίζω
πολεμικός
πολέμιος
View word page
πολεμάρχειος
πολεμάρχειος πολεμάρχειος, ον, from πολέμαρχος of or belonging to the Polemarch; —τὸ πολεμάρχειον his residence, Xen.
ShortDef
of or belonging to the polemarch
Debugging
Headword:
πολεμάρχειος
Headword (normalized):
πολεμάρχειος
Headword (normalized/stripped):
πολεμαρχειος
IDX:
26590
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26622
Key:
polema/rxeios
Data
{'content': 'πολεμάρχειος\n πολεμάρχειος, ον,\n from πολέμαρχος\n of or belonging to the Polemarch; —τὸ πολεμάρχειον his residence, Xen.', 'key': 'polema/rxeios'}