Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ποιονόμος
ποιός
ποῖος
ποιότης
ποι
ποιπνύω
ποῖ
ποίφυγμα
ποιφύσσω
ποιώδης
ποκίζω
ποκόομαι
πόκος
πολεμάρχειος
πολεμαρχέω
πολέμαρχος
πολεμέω
πολεμηδόκος
πολεμήϊος
πολεμησείω
πολεμητέος
View word page
ποκίζω
ποκίζω ποκίζω, πόκος = πέκω to shear wool: Mid. to shear for oneself, τρίχας ἐποκίξατο (Doric aor1) Theocr.

ShortDef

to shear wool

Debugging

Headword:
ποκίζω
Headword (normalized):
ποκίζω
Headword (normalized/stripped):
ποκιζω
IDX:
26587
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26619
Key:
poki/zw

Data

{'content': 'ποκίζω\n ποκίζω,\n πόκος\n = πέκω\n to shear wool: Mid. to shear for oneself, τρίχας ἐποκίξατο (Doric aor1) Theocr.', 'key': 'poki/zw'}