Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ποινῆτις
ποίνιμος
ποιολογέω
ποιονόμος
ποιός
ποῖος
ποιότης
ποι
ποιπνύω
ποῖ
ποίφυγμα
ποιφύσσω
ποιώδης
ποκίζω
ποκόομαι
πόκος
πολεμάρχειος
πολεμαρχέω
πολέμαρχος
πολεμέω
πολεμηδόκος
View word page
ποίφυγμα
ποίφυγμα ποίφυγμα, ατος, τό, a blowing, snorting, Aesch. from ποιφύσσω
ShortDef
a blowing, snorting
Debugging
Headword:
ποίφυγμα
Headword (normalized):
ποίφυγμα
Headword (normalized/stripped):
ποιφυγμα
IDX:
26584
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26616
Key:
poi/fugma
Data
{'content': 'ποίφυγμα\n ποίφυγμα, ατος, τό,\n a blowing, snorting, Aesch.\n from ποιφύσσω', 'key': 'poi/fugma'}