Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ποιμνιοτρόφος
ποιμνίτης
ποιναῖος
ποινάτωρ
ποινάω
ποινή
ποινῆτις
ποίνιμος
ποιολογέω
ποιονόμος
ποιός
ποῖος
ποιότης
ποι
ποιπνύω
ποῖ
ποίφυγμα
ποιφύσσω
ποιώδης
ποκίζω
ποκόομαι
View word page
ποιός
ποιός ποιός, ά, όν Indef. adj., of a certain nature, kind or quality, Plat.
ShortDef
of a certain nature, kind
Debugging
Headword:
ποιός
Headword (normalized):
ποιός
Headword (normalized/stripped):
ποιος
IDX:
26578
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26610
Key:
poio/s
Data
{'content': 'ποιός\n ποιός, ά, όν\n Indef. adj., of a certain nature, kind or quality, Plat.', 'key': 'poio/s'}