Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνδρόσφιγξ
ἀνδρότης
ἀνδροτυχής
ἀνδροφαγέω
ἀνδροφάγος
ἀνδρόφθορος
ἀνδροφθόρος
ἀνδροφονία
ἀνδροφόνος
ἀνδρόω
ἀνδρώδης
ἀνδρών
ἀνέβραχε
ἀνέγγυος
ἀνεγείρω
ἀνεγέρμων
ἀνέγκλητος
ἀνέδην
ἀνεθέλητος
ἀνειλείθυια
ἀνειλέω
View word page
ἀνδρώδης
ἀνδρώδης ἀνήρ, εἶδος like a man, manly, Isocr. adv., -δῶς, Sup. -δέστατα, Xen.

ShortDef

like a man, manly

Debugging

Headword:
ἀνδρώδης
Headword (normalized):
ἀνδρώδης
Headword (normalized/stripped):
ανδρωδης
IDX:
2660
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2661
Key:
a)ndrw/dhs

Data

{'content': 'ἀνδρώδης\n ἀνήρ, εἶδος\n like a man, manly, Isocr. adv., -δῶς, Sup. -δέστατα, Xen.', 'key': 'a)ndrw/dhs'}