Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ποίμνιον
ποιμνιοτρόφος
ποιμνίτης
ποιναῖος
ποινάτωρ
ποινάω
ποινή
ποινῆτις
ποίνιμος
ποιολογέω
ποιονόμος
ποιός
ποῖος
ποιότης
ποι
ποιπνύω
ποῖ
ποίφυγμα
ποιφύσσω
ποιώδης
ποκίζω
View word page
ποιονόμος
ποιονόμος ποιο-νόμος, ον, νέμω feeding on grass or herbs, Aesch.

ShortDef

feeding on grass

Debugging

Headword:
ποιονόμος
Headword (normalized):
ποιονόμος
Headword (normalized/stripped):
ποιονομος
IDX:
26577
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26609
Key:
poiono/mos

Data

{'content': 'ποιονόμος\n ποιο-νόμος, ον,\n νέμω\n feeding on grass or herbs, Aesch.', 'key': 'poiono/mos'}