Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ποιμάνωρ
ποιμενικός
ποιμένιος
ποιμήν
ποιμνήϊος
ποίμνη
ποίμνιον
ποιμνιοτρόφος
ποιμνίτης
ποιναῖος
ποινάτωρ
ποινάω
ποινή
ποινῆτις
ποίνιμος
ποιολογέω
ποιονόμος
ποιός
ποῖος
ποιότης
ποι
View word page
ποινάτωρ
ποινάτωρ ποινά_τωρ, ορος, ὁ, ἡ, an avenger, punisher, Aesch.

ShortDef

an avenger, punisher

Debugging

Headword:
ποινάτωρ
Headword (normalized):
ποινάτωρ
Headword (normalized/stripped):
ποινατωρ
IDX:
26571
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26603
Key:
poina/twr

Data

{'content': 'ποινάτωρ\n ποινά_τωρ, ορος, ὁ, ἡ,\n an avenger, punisher, Aesch.', 'key': 'poina/twr'}