Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ποιμάν
ποιμάνωρ
ποιμενικός
ποιμένιος
ποιμήν
ποιμνήϊος
ποίμνη
ποίμνιον
ποιμνιοτρόφος
ποιμνίτης
ποιναῖος
ποινάτωρ
ποινάω
ποινή
ποινῆτις
ποίνιμος
ποιολογέω
ποιονόμος
ποιός
ποῖος
ποιότης
View word page
ποιναῖος
ποιναῖος ποιναῖος, α, ον ποινή punishing, avenging, Anth.
ShortDef
punishing, avenging
Debugging
Headword:
ποιναῖος
Headword (normalized):
ποιναῖος
Headword (normalized/stripped):
ποιναιος
IDX:
26570
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26602
Key:
poinai=os
Data
{'content': 'ποιναῖος\n ποιναῖος, α, ον\n ποινή\n punishing, avenging, Anth.', 'key': 'poinai=os'}