Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀγοστός
ἀγράμματος
ἄγραπτος
ἄγρα
ἀγραυλέω
ἄγραυλος
ἄγραφος
ἀγρεῖος
ἀγρειοσύνη
ἀγρεῖφνα
ἀγρέμιον
ἄγρευμα
ἀγρεύς
ἀγρευτής
ἀγρεύω
ἀγρέω
ἀγριαίνω
ἀγριάς
ἀγριέλαιος
ἀγριοποιός
ἄγριος
View word page
ἀγρέμιον
ἀγρέμιον = ἄγρα (II.) Anth.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
ἀγρέμιον
Headword (normalized):
ἀγρέμιον
Headword (normalized/stripped):
αγρεμιον
IDX:
266
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n266
Key:
a)gre/mion

Data

{'content': 'ἀγρέμιον\n = ἄγρα (II.) Anth.', 'key': 'a)gre/mion'}