Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ποικιλῳδός
ποιμαίνω
ποιμανόριον
ποιμάν
ποιμάνωρ
ποιμενικός
ποιμένιος
ποιμήν
ποιμνήϊος
ποίμνη
ποίμνιον
ποιμνιοτρόφος
ποιμνίτης
ποιναῖος
ποινάτωρ
ποινάω
ποινή
ποινῆτις
ποίνιμος
ποιολογέω
ποιονόμος
View word page
ποίμνιον
ποίμνιον ποίμνιον, ου, τό, syncop. for ποιμένιον, ποίμνη, a flock, Hdt., Soph., etc. metaph. of disciples, NTest.
ShortDef
a flock
Debugging
Headword:
ποίμνιον
Headword (normalized):
ποίμνιον
Headword (normalized/stripped):
ποιμνιον
IDX:
26567
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n26599
Key:
poi/mnion
Data
{'content': 'ποίμνιον\n ποίμνιον, ου, τό,\n syncop. for ποιμένιον, ποίμνη, a flock, Hdt., Soph., etc.\n metaph. of disciples, NTest.', 'key': 'poi/mnion'}